- έσω
- και διαλεκτ. έσσω (ΑΜ ἔσω, Α και εἴσω)επίρρ.1. (με ρήματα που δηλώνουν στάση) μέσα («η πόλις είναι κτισμένη έσω τών τειχών»)2. (με ρήματα που δηλώνουν κίνηση) προς τα μέσα («δεσμώτης ἔσω θακεῑ», Σοφ.)3. (με το άρθρο έχει θέση επιθ. ή ουσ.)η εσωτερική όψη, το εσωτερικό ενός πράγματος (α. «τα έσω τής πόλεως» β. «παρὰ τοὺς ἐσωτάτους τόπους τοῡ ναοῡ», Τζέτζ.)νεοελλ.φρ. «τα έσω μου» — τα σωθικά μουμσν.1. ανάμεσα2. φρ. α) «ἔσω μου»i. μέσα μου, στο μυαλό μου (σου, του κ.λπ.) («ἐσκόπησεν καλὰ ἔσω στὸν λογισμόν του», Χρον. Μορ.)ii. στο σπίτι μου (σου, του κ.λπ.)iii. στην πατρίδα μου (σου, του κ.λπ.)β) «τὰ ἔσω» — τα ενδοοικογενειακάγ) «δίνω έσσω» — μπαίνω3. (για χρόνο) σε διάστημα («εἰς τὴν Ρώμην ἔσωσε ἔσω εἰς ἕναν μήναν», Χρον. Μορ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ες + επιρρ. κατάλ. -ω, πρβλ. άν-ω, έξ-ω].
Dictionary of Greek. 2013.